- μετατίθεμαι
- μετατίθημιplace amongpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετατίθεμαι — μετατίθεμαι, μετατέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… … Dictionary of Greek
κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
μετάκειμαι — (Α) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.) 2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.) 3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια… … Dictionary of Greek
συνολκούμαι — όομαι, Α [συνολκή] (για τη μήτρα) μετατίθεμαι συγχρόνως … Dictionary of Greek
ՄԵԿՈՒՍԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0245 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c չ. διΐσταμαι disto, discedo, discrepo ἅπειμι, ἁφίσταμαι abeo, absto, absisto ἁποδημέω absum domo vel patria, peregrinor, proficiscor μετατίθεμαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)